-
1 минус
минус м 1) мат. 4 μείον, πλην 2) (о температуре): сегодня \минус 20° С σήμερα έχουμε είκοσι ( βαθμούς) κάτω από το μηδέν Κελσίου* * *м1) мат. μείον, πλην2) ( о температуре)сего́дня ми́нус 20° С — σήμερα έχουμε είκοσι (βαθμούς) κάτω από το μηδέν Κελσίου
-
2 знак
1. (для обозначения чего-л., указания на что-л.) το σημείο, το σήμαаннули-рование товарного - а торг. η ακύρωση του σήματος κατατεθέντοςвладелец товарного - а торг. о κάτοχος του σήματος κατατεθέντοςвопросительный - грам. см. ниже таблицу восклицательный - грам. см. ниже таблицу - гарантии η απόδειξη εγγύησηςторговый - см. товарный -фирменный - см товарный -2. (символ) το σύμβολ/οвыносить множитель из-под - а корня βγάζω τον πολλαπλασιαστή έξω από το - της ρίζαςравный по величине и противоположный по - у ίσο σε μέγεθος/τιμή, αλλά αντίθετου σημείου- вычитания - της αφαίρεσης, το πλην- διά- равенства - της ισότητας, το ίσον- сложения - της πρόσθεσης, το συν- умножения - του πολλαπλασιασμού, το επί3. (след, отметина) το ίχνος, το σημάδι 4. (сигнал) το σήμα, το σινιάλο 5. (авто) το σήμα, η πινακίδα 6. - и мн. мор. - грузовых марок с дисками Плим-соля οι γραμμές φόρτωσης και οι μπάλες 7. (кода, программирования) ο χαρακτήραςбуквенно-цифровой - вчт. αλφαριθμητικός -буквенный - вчт. αλφαβητικός -управляющий вчт. - του ελέγχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > знак
-
3 минус
мат. το μείον, το πλην.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > минус
-
4 минус
минусм1. мат μείον, πλήν2. (недостаток) τό ἐλάττωμα, τό μειονέκτημα -
5 минус
[μίνους] ουσ. α. (μαθ.) μείον, πλην -
6 минус
[μίνους] ουσ α (μαθ) μείον, πλην -
7 минус
-а α.1. (μαθ.) πλην, μείον.2. άκλ. αφαιρουμένου•пять минус два равно трём από τα πέντε να αφαιρέσομε δύο μένουν τρία.
(μαθ.) το σημείο του πλην (-).3. ελάττωμα, μειονέκτημα.4. σχολικός βαθμός αδύνατος (λίγο κατώτερος του σημειωνόμενου)•этот ученик получил четыре с -ом αυτός ο μαθητής πήρε τέσσερα αδύνατο (4 -).
κάτω του μηδενός•утром было - 22 градуса το πρωί η θερμοκρασία ήταν 22 βαθμούς κάτω από το μηδέν.
См. также в других словарях:
μείον — (I) το (ΑM μεῑον, ονος) βλ. μείων. (II) μεῑον, ου, τὸ (Α) το πρόβατο το οποίο προσφερόταν κατά την τρίτη ημέρα τής εορτής τών Απατουρίων, που τελούνταν στην αρχαία Αθήνα, από πατέρα ως θυσία μαζί και δώρο για την εγγραφή τού γιου του στους… … Dictionary of Greek
μείον — επίρρ. ποσοτ. 1. λιγότερο. 2. (μαθημ.), όρος της αφαίρεσης: Δέκα μείον έξι ίσον τέσσερα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεῖον — μείων lesser masc/fem voc comp sg μείων lesser neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείον' — μείονα , μείων lesser neut nom/voc/acc comp pl μείονα , μείων lesser masc/fem acc comp sg μείονι , μείων lesser dat comp sg μείονε , μείων lesser nom/voc/acc comp dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεῖος — μεῖον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μείων — ον (ΑM μείων, ον, Α και σπαν. μειότερος, τέρα, τερον) (ανώμ. συγκρ. τού μικρός ή ολίγος) νεοελλ. μαθ. (το ουδ.) μείον το σημείο τής αφαίρεσης, που παριστάνεται με το σύμβολο , αλλ. πλην αρχ. μσν. 1. μικρότερος ή λιγότερος («μειόνων επαίνων»,… … Dictionary of Greek
εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… … Dictionary of Greek
ισοζύγιο πληρωμών — Οι χρηματοοικονομικές ροές μίας χώρας με το εξωτερικό σε μία ορισμένη χρονική περίοδο (συνήθως το έτος). Το ι.π. διαρθρώνεται σε διαδοχικά επίπεδα και είναι εξ ορισμού ισοσκελισμένο. Οι όποιες αποκλίσεις παρουσιάζονται στην πράξη είναι προϊόν… … Dictionary of Greek
менее — меньше – нареч., меньший, меньшой, укр. менше, менший, блр. менше, меншы, др. русск., ст. слав. мьн̂е minus , мьн̂ии, мьн̂ьши, мьн̂е ἑλάττων (Супр.), сербохорв. ма̏њ кроме , ма̏њма меньше , словен. mànj, mȃnjši, чеш. meně менее , menši, слвц.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Isthmian Games — The Isthmian Games or Isthmia (ancient Greek Ἴσθμια) were one of the Panhellenic Games of Ancient Greece, and were named after the isthmus of Corinth, where they were held. As with the Nemean Games, the Isthmian Games were held both the year… … Wikipedia
Apaturia — For the orchid genus, see its synonym Pachystoma. Apaturia (Απατουρια) were Ancient Greek festivals held annually by all the Ionian towns except Ephesus and Colophon (Herodotus i. 147). At Athens it took place from October to November, and lasted … Wikipedia